καθιστώ — καθιστώ, κατέστησα βλ. πίν. 158 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καθιστώ — (AM καθίστημι, Α και καθιστάνω και καθιστῶ, άω) 1. ορίζω, διορίζω, τοποθετώ (α. «μέ κατέστησε υπεύθυνο για όσα συμβούν» β. «τόν κατέστησε κληρονόμο του» γ. «κατέστησε τύραννον εἶναι παῑδα τὸν ἑωυτοῡ», Ηρόδ.) 2. κάνω κάποιον να γίνει κάτι, να… … Dictionary of Greek
καθιστώ — κατέστησα, καταστάθηκα, κατεστημένος 1. εγκαθιστώ, τοποθετώ, διορίζω: Κατέστησε φρουρά στην πόλη. 2. κάνω κάποιον να γίνει κάτι, τον καταντώ: Οι κακουχίες του πολέμου τον κατέστησαν ανάπηρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανοσοποιώ — καθιστώ άνοσο, εξασφαλίζω ανοσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνοσος + ποιώ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. immunize] … Dictionary of Greek
απλοποιώ — καθιστώ κάτι απλό, κατανοητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < απλός + ποιώ. Η λ. μαρτυρείται στον Ανδρ. Μουστοξύδη] … Dictionary of Greek
αποσκελετώνω — καθιστώ κάποιον αδύνατο σαν σκελετό, τον αδυνατίζω υπερβολικά … Dictionary of Greek
δημοσιοποιώ — καθιστώ ολικώς ή μερικώς κτήμα τού δημοσίου ιδιωτική περιουσία ή επιχείρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
διεθνοποιώ — καθιστώ κάτι διεθνές … Dictionary of Greek
εκλαϊκεύω — καθιστώ κάτι λαϊκότερο, πιο προσιτό ή κατανοητό σε ανθρώπους χωρίς ειδικές γνώσεις ή επιστημονική κατάρτιση … Dictionary of Greek
ελαφραίνω — καθιστώ ελαφρό ή ελαφρότερο κάτι … Dictionary of Greek